- δισσότοκος
- δισσότοκος, -ον (Α)(για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές.[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -τοκος < τίκτω. Ο τονισμός στην προπαραλήγουσα προσδίδει στη λ. παθητική σημ. («γεννημένος από...»), έναντι τού παροξυτονούμενου συνθέτου (δισσοτόκος*) που έχει ενεργητική σημ. («αυτή που γέννησε...»)].
Dictionary of Greek. 2013.